Το συμβολάκι για το νορβηγικό όνομα του Sivert το βρήκα στην «αποθήκη» του word. Αυτός σε ποια αποθήκη των Madrugada να βρήκε τα τραγούδια; Αδικημένοι εκ γενετής από τη μοίρα, ενωθείτε!
Αδικημένος από τη μοίρα ο Hoyem; Ξέρουμε πολλές τέτοιες φωνές, πολλούς τέτοιους στίχους και performers στο (ειδικά πρόσφατο) ροκ; Φωνές τόσο βαθιές και εκφραστικές, που ενδέχεται και ο Cave να ψάρωνε ενίοτε; Η αδικία που μάλλον θα τον ακολουθεί για πάντα πάνω απ’ τον ώμο του όμως δεν έγκειται εκεί, δεν έγκειται στα στενά προσωπικά χαρίσματα ενός μουσικού, τραγουδοποιού, performer. Έχει να κάνει με το πώς ξεκίνησε, πού έμπλεξε και με ποιους, τι πορεία και κατάλληξη είχε το μπλέξιμο αυτό. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα: ο Sivert έπεσε στην once in a million περίπτωση όπου ο lead singer μιας ροκ μπάντας ΔΕΝ είναι το πρώτο βιολί της. Και είναι «γκαντέμης» ως προς αυτό για δυο λόγους: α) αυτό ούτως η άλλως συμβαίνει κάτι πιο σπάνια από σπανιότατα, β) του έλαχε να συνεργαστεί με τον Robert Buras, τον πρόωρα χαμένο μοναδικό κιθαρίστα και συνθέτη των Madrugada.
Αδικημένος από τη μοίρα ο Hoyem; Ξέρουμε πολλές τέτοιες φωνές, πολλούς τέτοιους στίχους και performers στο (ειδικά πρόσφατο) ροκ; Φωνές τόσο βαθιές και εκφραστικές, που ενδέχεται και ο Cave να ψάρωνε ενίοτε; Η αδικία που μάλλον θα τον ακολουθεί για πάντα πάνω απ’ τον ώμο του όμως δεν έγκειται εκεί, δεν έγκειται στα στενά προσωπικά χαρίσματα ενός μουσικού, τραγουδοποιού, performer. Έχει να κάνει με το πώς ξεκίνησε, πού έμπλεξε και με ποιους, τι πορεία και κατάλληξη είχε το μπλέξιμο αυτό. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα: ο Sivert έπεσε στην once in a million περίπτωση όπου ο lead singer μιας ροκ μπάντας ΔΕΝ είναι το πρώτο βιολί της. Και είναι «γκαντέμης» ως προς αυτό για δυο λόγους: α) αυτό ούτως η άλλως συμβαίνει κάτι πιο σπάνια από σπανιότατα, β) του έλαχε να συνεργαστεί με τον Robert Buras, τον πρόωρα χαμένο μοναδικό κιθαρίστα και συνθέτη των Madrugada.
Ο αντίκτυπος όλων αυτών είναι απλός. Ποιος από τότε και στο εξής ακούει τους παλιούς δίσκους της μπάντας και την φωνή του Sivert χωρίς το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί να είναι την περίπτωση του Robert; Και αυτό επεκτάθηκε, πότισε και τις σόλο δουλειές του Hoyem (ίσως και γιατί και προς τιμήν του ποτέ δεν αρνήθηκε τον ρόλο και το εκτόπισμα του Robert, πώς θα μπορούσε άλλωστε αυτός που τον ήξερε όσο κανείς;), είτε γιατί η φωνή του άφησε πολύ βαθιά αυλάκια στα zeros και αυτομάτως μας παραπέμπει εκεί, είτε γιατί τα τρία πλέον σόλο πονήματά του συνθετικά, παικτικά, ενορχηστρωτικά είναι στην πλειοψηφεία τους σαν b-sides της μπάντας.
Από την άλλη, και τι θα έπρεπε να γίνει; Να του «απαγορευθεί» δια παντός οποιαδήποτε ενασχόληση με τη μουσική; Αφού εκεί είναι ταγμένος και σε είδος και σε ύφος, αυτό ξέρει να κάνει. Και τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα εξ ορισμού, αναλογιζόμενοι ότι οι ακρογωνιαίοι λίθοι μεγάλων συγκροτημάτων που έκαναν και ξεχωριστή, ιδιαίτερη σόλο καριέρα δεν είναι και πάρα πολλοί. Θα ήταν άδικο να του ζητούσαμε να γίνει από τώρα (και όχι ότι θα γίνει σίγουρα, απλά έχει τις προοπτικές) ένας Morrissey, ένας Knopfler, ένας Plant, ακόμα και ένας καμμένος Ian Brown. Και προσοχή προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης. Το άλμπουμ κάθε άλλο παρά κακό είναι. Είναι ένα αξιοπρεπέστατο σύγχρονου ροκ άλμπουμ, με τα απαραίτητα ξεσπάσματα και φρεναρίσματα, με τις απαραίτητες ψυχοσυνθετικές διακυμάνσεις.
Με εξαίρεση λοιπόν το εξαιρετικό «High society» με το σαξόφωνο να μας πηγαίνει πραγματικά αλλού από κει που περιμένουμε, το ομώνυμο με τα όμορφα φωνητικά και τα πλήκτρα να παίζουν τον ρόλο πλατφόρμας στήριξης του υπόλοιπου κομματιού, το «The light among the trees» με το όμορφο pedal steel, άντε και την διασκεύη στο «The house of the rising sun» των Ζώων του Μπάρτον που είναι μακριά από εκείνες τις απίστευτες σε Gun Club, The Velvet Underground κλπ αλλά αντικειμενικά είναι καλή, έπεσαν και αυτός και η παρέα του στην τρύπα του παρελθόντος, και συνθετικά αλλά κυρίως από άποψη παραγωγής. Τα «Sirens», «Norwegian hamerworks corp.», «Deadend mind», «Oceanliner», «The frontman», «Highway of light» γράφτηκαν και μας χάζεψαν μια φορά, όσο και να παλεύει να το ξανακάνει. Οι κιθάρες του Buras ξεκουρδίστηκαν και σιώπησαν για πάντα.
Ωστόσο αυτά τα τρία – τέσσερα προαναφερθέτα, μέσα στο σύννεφο αυτής της περίεργης λησμονιάς, του μόνιμου πια, μουδιασμένου«γιατί» για έναν χαμό, (μου) έδωσαν μια μικρή ελπίδα. Γιατί φάνηκε ότι μπορεί, απλά θέλει χρόνο να απαγκιστρωθεί. Και λέω να του τον δώσουμε γιατί τον (αγα)πάμε, για όλα όσα συνδέθηκαν με τα τραγούδια των Madrugada, για εκείνα τα απίστευτα live, και γιατί εκτός όλων αυτών των υποκειμενικών, δεν είναι καιροί να αφήνουμε στην απ’ έξω τέτοιες περιπτώσεις δημιουργών.
ΣΗΜ: Τρίτο σερί ποστ για Σκανδιναβό καλλιτέχνη. Πάω να βγάλω το έλκυθρο απ’ την ντουλάπα...