19 Οκτ 2009

Two old friends


Το γοριλάκι στην πόρτα το είχε πει σαφώς: την πόρτα τούτη την περνάς μόνο αν είσαι ντυμένος καταλλήλως. Δηλαδή αυτό έλεγε το ύφος του, γιατί αμφιβάλλω κατά πόσο γνώριζε λέξεις όπως το «καταλλήλως». Εγώ ήμουν με ένα μπλουζάκι που έφερε τη φράση «I am what I try to deny», μαύρο, και μια βερμούδα χακί που από την δεξιά της τσέπη όταν φύσαγε κουνιόντουσαν κάτι ξέφτια. Στην αρχή σκέφτηκα να του πω πως αυτό που έγραφε η μπλούζα μου στα ισπανικά σημαίνει «καταλλήλως», αλλά όσο κι αν ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα το πίστευε τουλάχιστον για λίγα δευτερόλεπτα, βαρέθηκα και μόνο που το σκέφτηκα. Ούτως ή άλλως μια αναπάντητη θα έκανα στον Γ. και θα έβγαινε, όπως είχαμε συμφωνήσει το απόγευμα που συναντηθήκαμε για μισή ώρα στο σπίτι του. Θα πήγαινα να τον πάρω από κείνη την φαιδρή γυάλα να πάμε βόλτα, κι ας ξέρει εδώ και αιώνες ότι μου τη σπάει να βγαίνω τα Σάββατα, και ειδικά να πλησιάζω έστω τέτοια μέρη. Εντάξει, για το τελευταίο δεν φταίει κι αυτός, ούτε εκείνου του αρέσουν, για να δει κάτι γνωστούς του είχε πάει. Άλλωστε μόλις είχε γυρίσει απ’ τα ξένα και βάραγε τριπλοβάρδιες για να προλάβει να τους δει όλους. Έως και κολακευμένος ένιωσα που θα αφιέρωνε το κυρίως κομμάτι της νύχτας να το περάσει μόνο με μένα. Είχα βάλει ως συνήθως και το λάθος τραγούδι στο δρόμο, το «Saturday nightmares» των Logh, και όσο κι αν σμίγαν τα φρύδια μου από αυτοπεποίθηση από τα γλυκά φωνητικά, το πιάνο που επιπλέει και τα συμπαγή τύμπανα, δεν έπαυε να είναι Σάββατο βράδυ. Ας όψεται που είχα κοντά δυο χρόνια να τον δω. Του κάνω αναπάντητη και βγαίνει, σβήνω τα αλάρμ, και ξεκινάμε.


«Πού πάμε;» τον ρωτάω. «Ξέρω γω; Πού λες εσύ;». «Όπου θες ρε, εσύ λείπεις καιρό. Τι σού ‘χει λέιψει;». «Καφεδάκι στο Θησείο φίλε. Αυτό μού ‘χει λείψει πολύ!». «Καφεδάκι στο Θησείο 12:20 τη νύχτα ρε καμμένε; Δεν εννούσα τι σού ‘χει λείψει γενικώς. Άμα είναι έτσι να παραστήσω και την Κ.. Κι αυτή θα σού ‘χει λείψει, δεν μπορεί! Λέγε πού πάμε!». «Άστην αυτή φίλε. Θα στα πω. Πάμε προς πλατεία τάδε και βλέπουμε.». «Τι έγινε ρε; Πότε προλάβατε και τα σπάσατε, και μάλιστα ‘άστην αυτή’ κιόλας; Καλά, καλά, θα μου τα πεις. Ξεροσφύρι δεν λέγονται αυτά. Έχουμε πει εξάλλου με τι ποτίζεται το δέντρο της αντροκουβέντας...». Πάτησα άτσαλα και ασυναίσθητα το next, σχεδόν αυτόματα μετά την τελευταία μας λέξη. Μπήκε το επόμενο τραγούδι κι εκείνος κοιτώντας έξω μου αράδιαζε περιστατικά και συνήθειες από το μέρος που ζούσε το τελευταίο διάστημα, σαν θύμησες πονεμένες ενός ασπρομάλλη ναύτη που στα 73 του πια τσακισμένος απ’ την υγρασία τη βγάζει επίμονα μόνος στην ακροθαλλασιά κοιτώντας τα κύματα. Και στο σημείο που οι κιθάρες του Ian Brown φορτώνουν και το «Made of stone» των Stone Roses αλλάζει τέμπο, γύρισε το κεφάλι στην ευθεία και σχεδόν αναφώνησε: «Τσιγάρα δεν έχω! Να πάρουμε». «Ναι, φτάσαμε κιόλας». Παρκάρω και κατεβαίνουμε. Παίρνουμε τσιγάρα απ’ το περίπτερο και το κόβουμε γραμμή για το παλιό μας στέκι.


Είχα να πάω εκεί από πριν φύγει. Τελευταία φορά μαζί είχαμε πάει πάλι. Δεν ξέρω γιατί δεν είχα πάει ποτέ όσο έλλειπε. Σαν να μην ήθελα να το «μολύνω», να το «αμαυρώσω» με την παρουσία κάποιου άλλου. Είχαν αλλάξει πολλά πράγματα μέσα, αλλά όχι τα βασικά. Το κολάζ με τα εξώφυλλα δίσκων πάνω απ’ τον dj, η μασίφ, σκούρα ξύλινη μπάρα, το μπρελόκ σε σχήμα κιθάρας που κρεμόταν απ’ τη βάνα του βαρελιού, τα μικρά βινύλια σουβέρ, αυτά ήταν στη θέση τους. Εξεπλάγην να πω την αλήθεια. Απ’ ότι κατάλαβα στο προσωπικό διαδέχονταν ο ένας τον άλλο ανά λίγους μήνες, ο Σ. πίσω απ’ το μπαρ είχε γίνει σχεδόν διπλός, απέναντι απ’ τις τουαλέτες είχε δημιουργηθεί νέος χώρος, αλλά λεπτομέρειες όπως τα σουβέρ είχαν μείνει ίδιες! Κάτσαμε στην μπάρα. Είχε αρκετό κόσμο, αλλά προς το μέσα άκρο της μπάρας υπήρχε χώρος για δύο. Με το που μπήκε το σαξόφωνο στο «Crash on you» του Springsteen και ενώ μόλις είχαμε πετάξει τα τσιγάρα στο λουστραρισμένο ξύλο, μας είδε ο Σ. και ήρθε καταπάνω μας. Του σφίξαμε τα χέρια με την κλασική μπραντεφέρ λαβή. «Πού είστε σεις ρε τομάρια; Πόσο καιρό έχετε να έρθετε; Με βρήκατε στις καλές μου, αλλιώς ούτε που θα σας μίλαγα». «Όντως πέρασε καιρός Σ., για να είσαι εσύ στις καλές σου σκέψου τι άλλο έχει γίνει στο μεταξύ!» του λέω. Ο Γ. του εξήγησε ότι έλλειπε στα ξένα για δυο χρόνια. «Κι εσύ ρε κωλόπαιδο, θρηνούσες που έφυγε ο κολλητός σου;». «Όχι μωρέ, εντάξει. Ξέρεις τώρα, δουλειές, τρεχάματα... Πάχυνες λίγο ή μου φαίνεται;». «Κάτσε κι εσύ σχεδόν κάθε βράδυ εδώ μέσα και πιες ό,τι πίνω, και να δούμε πώς θα γίνεις κι εσύ! Και πάλι καλά είμαι!». Μας έφτιαξε τα ποτά μας, θυμόταν μετά από τόσο καιρό και τόσα εκατομμύρια ποτά που έχει βάλει τι πίνουμε και οι δυο. Σ’ αυτό δεν παιζόταν ο Σ.. Μπορούσε να καταλάβει αν θα γίνει φυτίλια κάποιος ένα βράδυ από την πρώτη γουλιά του πρώτου ποτού.


«Για λέγε τώρα, τι έγινε με την Κ.;». «Καλά ρε, λείπω στα ξένα τοσο καιρό, και αντί να με ρωτήσεις πώς περνάω, τι κάνω, κατευθείαν αυτό ρωτάς;». «Έλα ρε, πρώτα τα επείγοντα περιστατικά. Ξέρω πώς τα περνάς πάνω κάτω. Άλλωστε είσαι survivor εσύ, δε σε φοβάμαι». Πήρε απότομα το γνωστό του ύφος, μαζί με την αλλάγη της μουσικής στο «Wild night» του Van Morrison. Εκείνο το ύφος ‘είμαι τίγκα στις σκέψεις και θα στα πω μπας και ξεφορτώσω μερικά πάνω σου’. Εν μέσω της εκπληκτικής μπασογραμμής του τραγουδιού, μου είπε ότι εκείνη είχε να τον επισκεφθεί πριν κανά εξάμηνο περίπου, ότι ουσιαστικά είχε έρθει να του πει τέλος αλλά να το διαπιστώσει και ζώντας το κιόλας πριν αποφασίσει να το ξεστομίσει, σαν να έκανε πειράματα πάνω του. Όπως γινόταν με τους δυο τους συνήθως δηλαδή όλα αυτά τα χρόνια που ούτε και οι ίδιοι ξέρουν τι έχουν και τι κάνουν... Απλά δεν περίμενε ότι εκείνη θα πήγαινε ως εκεί να το τελειώσει, και ότι εκείνος θεώρησε ότι δεν μπορεί να έκανε τέτοιο ταξίδι γι’ αυτόν τον λόγο, ότι αποφάσισε να είναι μαζί κλπ, και ότι δεν ήθελε να μου τα πει τηλεφωνικά όλα αυτά ή να μου τα γράψει, σαν να τα φύλαγε για μια τέτοια βραδιά.


Είχε ήδη μπει το «Let it ride» του R. Adams με το νοσταλγικό του pedal steel, όταν ακουμπάει το χέρι του στον ώμο και μου λέει «Φίλε ένα θα σου πω. Είναι όλες ίδιες. Ντάξει, όχι ίδιες ίδιες, εννοώ ότι σαν διαφορετικοί άνθρωποι διαφέρουν, αλλά στο τέλος, στο ύστατο ζύγισμα των πραγμάτων, θα σε πουλήσουν, θα καταλάβεις ότι όλα αυτά που έχετε ενδεχομένως περάσει δεν θα της λένε όσα νόμιζες, όσα λένε σε σένα, θα κοιτάξουν την πάρτη τους. Όλες. Άλλη θ’ αργήσει, άλλη θα το χιλιοσκεφτεί, άλλη θα το μετανιώσει, άλλη θα το απαιτήσει κιόλας, αλλά στο τέλος το ίδιο θα έχουν κάνει. Καλά, δεν το συζητάω αν έχει προκύψει εν τω μεταξύ και κανας άλλος». «Ντάξει ρε, υπερβάλλεις λίγο. Δεν ξέρω κιόλας, τώρα με βάζεις να κάνω τρελή ανασκόπηση και δεν έχω καμιά όρεξη. Αλλά μου φαίνεται βαρύ. Και για πες! Πριν ή και μετά αφότου ήρθε πάνω δεν είχατε επαφή ε;». Μου είπε όχι ιδιαίτερη, ένα mail του έστειλε μια βδομάδα πριν ανέβει. Ότι αυτός στο μεταξύ γνώρισε διάφορες εκεί, μου είπε και κάτι ονόματα που ισχυρίζεται ότι κατά καιρούς μου τα έλεγε στο τηλέφωνο και στα mail και περίμενε εγώ να τα θυμάμαι ενώ σχεδόν αυτός τα είχε ξεχάσει. Έπειτα η κουβέντα γύρισε σε πιο γενικό επίπεδο, για τον τρόπο ζωής του εκεί. Είχα πάει κανα δυο φορές και είχα την εικόνα. Τον Βερολινέζο ιδιοκτήτη του καφέ με τις πολύχρωμες γλάστρες απέναντι απ’ το σπίτι του, τα μονίμως υγρά σοκάκια του εμπορικού δρόμου με τις μικρές λακούβες που μάζευαν νερά, το ατέλειωτο πράσινο αλλά και την σιχαμένη ψευδαίσθηση εξασφάλισης του πανεπιστημίου, ενώ με τρομερά δεύτερα φωνητικά του Eckman στο «Devil in the details» τελειώσαμε τα πρώτα ποτά μας σχεδόν ταυτόχρονα.

«Εσύ πώς είσαι εδώ παλληκάρι μου, για λέγε κι εσύ τώρα!». Του είπα ότι δεν έχει αλλάξει και τίποτα δραματικά, όπως τα ξέρει γενικά, αρκετή δουλειά αλλά οκ, με την Μ. είχαμε πολύ καιρό να μιλήσουμε και ότι τυχαία την είχα τρακάρει σε ένα δισκάδικο και ήταν παρέα μ’ έναν περίεργο τύπο, ότι κάτι ψιλοκάνουμε με την μπάντα, τα οικογενειακά όπως τα ξέρει κι αυτά, και όσο του μιλούσα κούναγε το κεφάλι καταφατικά και κοιτούσε την μπάρα. «Και πότε γυρνάς οριστικά είπαμε; Σε κανα εξάμηνο ε;». «Ναι μωρέ, να κλείσω διάφορες εκκρεμότητες, να αφήσω το σπίτι... Περιμένει κι ο πατέρας μου πώς και πώς να με πάρει μαζί του στη δουλειά». «Καλά κάνει ρε, αφού κι εσύ αυτό θες. Δεν μπορεί άλλο μόνος του, έχει τεντώσει κι αυτός. Δε λες καλά που έχεις κι αυτό το πλεονέκτημα; Άντε, τελείωνε. Αυτό το κλείσιμο εκκρεμοτήτων ψιλοφοβάμαι βέβαια... Πρόσεχε όταν θα τις κλείνεις», του λέω γελώντας. Με το που αναφέρθηκα στο θέμα της δουλειάς με σκουντάει με το γόνατό του στο δικό μου, με μπόλικα ίχνη ενοχής. Γι’ αυτό τον πάω. Είναι απ’ τα ευνοημένα άτομα που δεν ζούνε στην κοσμάρα τους, έχουν πλήρη επίγνωση ότι ο κανόνας δεν είναι αυτό που τους συμβαίνει. Και πάλι του βγήκε αυτός ο σεβασμός προς το πρόσωπό μου, που ενώ δεν έτυχε να είμαι εξίσου ευνοημένος τα καταφέρνω μια χαρά, ενώ το «Wired» των New Model Army τον έκανε να πιάσει με δίψα το δεύτερο ποτήρι, και πριν το φέρει στο στόμα του έγνεψε «γεια μας» στον dj.


Περάσαμε μπόλικες ώρες εκεί, το μαγαζί άρχισε να αδειάζει. Με ρώταγε για τους κοινούς μας γνωστούς εδώ, και γελούσαμε με το πώς κάποιοι είναι ακόμα ουσιαστικά σαν να μην περνάει ούτε μέρα, και ότι έτσι πάντα θα είναι, μιας και οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ. Το ίδιο άλλωστε θα μπορούσαν να λένε κι εκείνοι για μας! Πιανόμασταν από ένα σκηνικό και το τραβάγαμε, το διακωμωδούσαμε μέχρι αηδείας και με τρόπο που όποιος μας έβλεπε και άκουγε θα αναρρωτιόταν γιατί γελάμε. Με τρόπο και κώδικες που αναγνωρίζονται και διαβάζονται από συγκεκριμένα άτομα που αναπτύσσουν τέτοιους. Δυο αδέρφια, δυο σύζυγοι, δυο φίλοι. Ο dj δεν έδωσε σημασία στην θριαμβευτική επάνοδο δυο παλιών θαμώνων στο μαγαζί, και επιστράτευσε ρυθμούς και μελωδίες «σχολάσματος». Και καλά έκανε, ο κύκλος της βραδιάς ήταν λίγο πριν το κλείσιμό του. Ο Cave σιγοτραγουδούσε το «Idiot prayer» όταν κάναμε νόημα στον Σ. να πληρώσουμε, έχοντας ο τελευταίος ευλαβικά σεβαστεί την ιερή κατάσταση που ξετυλιγόταν πάνω στη μπάρα του μαγαζιού του, χωρίς να μας έχει διακόψει ούτε μια φορά...



Ο Γ. στήθηκε για ταξί για το σπίτι του, έχοντας πριν κάνει τις απαραίτητες νουθεσίες περί του αν είμαι οκ να οδηγήσω. Πάντα θεωρούσε ότι είχε αυτό το δικαίωμα – ευθύνη, μιας και ήταν μεγαλύτερος. Κατά 8 μήνες! Δώσαμε ραντεβού για αύριο, έβαλα μπρος, ανέβασα το παράθυρο, πάτησα το play και ξεκίνησα. Στο δρόμο, το «Nothing really ends» των Deus έκανε παρεΐτσα στις κάπως θαμπές από το αλκοόλ σκέψεις μου. Είχα ξεχάσει πώς είναι να έχεις κάποιον που όσο καιρό κι αν κάνεις να τον δεις, όταν βρίσκεστε θα είναι όπως όταν ήσασταν κάθε μέρα μαζί. Είχε πάει 04:32 όταν έφτασα σπίτι...