Μήπως η ελαφρότητα καμιά φορά, εκτός από καθόλου αβάσταχτη είναι και αρκετά βαριά τελικά; Μίλαν Κούντερα 2-0 (πάντα ήθελα να το γράψω αυτό)...
Την γέννηση του άλμπουμ αυτού την χάρηκα όσο πολύ πολύ λίγες. Όχι μόνο επειδή είναι καλό, επειδή χαζά χαζά οι Raveonettes κατέλληξαν να είναι από τις πιο τίμιες και συνεπείς μπάντες των zeros, επειδή πάντα ένα άλμπουμ τους ανοίγει τα παράθυρα των cd και mp3 players να μπει καθαρός αέρας. Αλλά επειδή ήρθε την στιγμή που το χρειαζόμουν όσο τίποτε άλλο μουσικά. Δεν θυμάμαι πότε χάρηκα τόσο πολύ τελευταία το να ξέρω τι να περιμένω και τι να ακούσω και αυτά να επιβεβαιώνονται, να μην χρειάζεται να ψάξω, να προβώ σε τέταρτες και πέμπτες ακροάσεις για να μου αποκαλυφθεί, να διαφωνήσω με τον εαυτό μου, και όλη τη σχετική ταλαιπώρια του να καταλλήγεις για ένα άλμπουμ.
Το σκανδιναβικό (εκ Δανίας) δίδυμο της Sharin Foo και του Sune Rose Wagner διδάσκει πώς γίνεσαι αξιοπρόσεχτη και υπολογίσιμη ποσότητα μέσα σε μια δεκαετία και μέσα από τέσσερα άλμπουμ, χρησιμοποιώντας τα ίδια ακριβώς υλικά, στις ίδιες δόσεις, με το ίδιο γαρνίρισμα και σερβίρισμα, και το βασικότερο όλων, χωρίς να γίνεσαι κουραστικός και μονότονος ούτε γι αστείο. Προσωπικά δεν γνωρίζω και πολλούς που να το έχουν καταφέρει αυτό. Ίσως γιατί η μπάντα κάνει πάντα και μια κίνηση – κλειδί: διαφυλάσσει αυτά που την καθιέρωσαν μέσα σε κουτί από γρανίτη.
Δεν λέω, μπορεί έναν ακροατή να τον ξενίσει όταν βάζοντας να παίξει το άλμπουμ απ’ την αρχή και πρωτοακούσει το «Bang!» να πρέπει να αναρωτηθεί για το ποιο ακριβώς άλμπουμ τους έβαλε να ακούσει, σύντομα όμως θα συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για ένα τραγούδι (άρα και άλμπουμ) τους που δεν έχει ξανακούσει, αλλα που του θυμίζει πολύ τα προηγούμενα. Κάτι που ισχυροποιείται με το εξαιρετικό δεύτερο «Gone forever». Αν θα μπορούσα να τους προσάψω κάτι, είναι ότι έκαναν τον δίσκο να μοιάζει με ατμομηχανή. Πολλά ίδια και κυρίως ίδιου ρυθμού (ακόμα και ίδιων bpm που θα έλεγε και ένας ηλεκτροdj) στη σειρά, με τον χαμό της shoegaze (όπως θα έλεγε και ένας επαγγελματίας μουσικογραφιάς) από τα «Suicide», «Heart of stone» κλπ να διακόπτεται ελάχιστες φορές. Και όταν ακόμα διακόπτεται, αυτό να μην γίνεται με τόσο ευχάριστο τρόπο. Αφού δίνεις διάλλειμα στους καρβουνιάρηδες να σταματήσουν το κάρβουνο, δως τους και κάτι να φάνε και να πιούνε! Κομμάτια σαν τα «Oh I buried you today» και «Wine» που είναι και τα μόνα αργά του άλμπουμ, είναι μάλλον προσπάθειες της μπάντας να ξαναγράψουν εκείνο το μοναδικό (και εν δυνάμει Ταραντινικό ή Τζαρμουσικό) «Ode to LA» της ναυαρχίδας της δισκογραφίας τους, του «Pretty in black» του 2006.
Με δυο τρία στανταράκια λοιπόν και με τον συνδυασμό τριών τεσσάρων νοτών όλων κι όλων, την γλυκιά λησμονιά των 50ς και των 60ς, τον ξεκάθαρο πια ήχο της κιθάρας τους και τα αφελή και αγγελικά φωνητικά της ξανθούλας Sharin, τα Δανάκια βάζουν τα γυαλία στους βαρείς κι ασήκωτους και ντεμέκ κατέχοντες (Άγγλους κυρίως), και φεύγουν όμορφα κι απλά από την δεκαετία που σε λίγο μας αφήνει με πιστοποιητικό ποιότητας που δεν του λείπει ούτε μια από τις απαραίτητες σφραγίδες και υπογραφές.